κατηγορεῖ

κατηγορεῖ
κατηγορέω
speak against
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
κατηγορέω
speak against
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
κατηγορέω
speak against
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
κατηγορέω
speak against
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατηγόρει — κατηγορέω speak against pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατηγορέω speak against imperf ind act 3rd sg (attic epic) κατηγορέω speak against pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατηγορέω speak against imperf ind act 3rd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκατήγορος — ο (Μ αὐτοκατήγορος) αυτός που κατηγορεί τον εαυτό του νεοελλ. άτομο που εκφράζει ιδέες ενοχής και μπορεί να κατηγορεί τον εαυτό του για εγκλήματα που δεν έχει διαπράξει …   Dictionary of Greek

  • φιλαίτιος — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, φιλοκατήγορος («πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ... βάσκανον καὶ φιλαίτιον», Δημοσθ.) 2. αυτός που υπόκειται σε κατηγορία, κατηγορούμενος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλαίτιον το να αρέσκεται κανείς στο να κατηγορεί …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • “КАТЕГОРИИ” —     “КАТЕГОРИИ” (Κατηγορίαι, от κατηγορεί” высказывать; лат. Praedicamenta) первый трактат в составе “Органона” Аристотеля. Одно из самых ранних его сочинений (работа над ними велась параллельно с “Топикой”, с которой они связаны содержательно).… …   Философская энциклопедия

  • оглаголовати — ОГЛАГОЛ|ОВАТИ (11), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Обвинять, оговаривать: или аще раздражить насъ кто ли до||садить ли ог҃лѹѥть. ли налаѥть. (ὅταν… καταλαλήσῃ) ПНЧ 1296, 33–34; ничтоже ино. нъ своихъ золъ началника же и виновна себе быти ѡг҃лѹѥть. (κατηγορήσει)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άμεμπτος — η, ο (Α ἄμεμπτος, ον) [μεμπτός] (με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεμφθεί, να τόν κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος αρχ. 1. ο τέλειος στο είδος του 2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν… …   Dictionary of Greek

  • αιτιατέον — αἰτιατέον (Α) [αἰτιῶμαι] 1. πρέπει κανείς να κατηγορεί 2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”